Η δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να έχει μια πραγματικά εναλλακτική πρόταση

Μία από τις χειρότερες κληρονομιές που άφησε η δεκαετία του 2010 στη χώρα μας ήταν η διάχυτη αίσθηση ότι δεν μπορούν να υπάρξουν μεγάλες στρατηγικές συζητήσεις για τα ζητήματα της οικονομία. Ήταν η αντίληψη ότι τελικά η οικονομική στρατηγική κινείται μέσα στα όρια που καθορίζουν οι βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ, οι απαιτήσεις της δημοσιονομικής πειθαρχίας και μια γενική αίσθηση του τι επιζητούν οι «δυνάμεις της αγοράς και της επιχειρηματικότητας». Επιμέρους διαφοροποιήσεις μπορούν να υπάρχουν, όμως όχι μεγάλες προγραμματικές διαφορές.

Αυτό ακριβώς συμπύκνωσε σε μεγάλο βαθμό και η περίοδος της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που συνθηκολόγησε και αποδέχτηκε ότι τα μνημόνια αποτελούσαν αναπόφευκτο ορίζοντα πολιτικής.

Και παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκτοτε πολλές φορές έχει υποστηρίξει ότι η περίοδος που έκανε αγώνα δρόμου για να εφαρμόσει έγκαιρα το τρίτο μνημόνιο ήταν μια «κατάσταση εξαίρεσης» και ότι περίμενε το τυπικό τέλος των μνημονίων για να εφαρμόσει τις δικές του πολιτικές, εντούτοις είναι προφανές ότι εκείνη η περίοδος ήταν και η μεγάλη «μαθητεία» του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο οικονομικό «ρεαλισμό».

Και αυτό ακριβώς αποτυπώνεται στη δυστοκία που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί σήμερα με μια συγκροτημένη εναλλακτική πρόταση, ικανή να αποτυπώνει μια πραγματική διαχωριστική γραμμή από την πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση.

Η αποδοχή του πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης

Το ίδιο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται ως δεδομένο το πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης είναι ενδεικτικό του πώς αντιλαμβάνεται πλέον την οικονομική πολιτική. Και αυτό γιατί το Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι απλώς ένας όγκος επιδοτήσεων και ένας όγκος δανείων που θα προστεθεί στο ΕΣΠΑ και την ΚΑΠ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει σαφές ότι τα προγράμματα που θα εγκριθούν θα πρέπει να αφορούν συγκεκριμένους τομείς και κλάδους και προφανώς επίσης συνδέονται με μια ορισμένη αντίληψη για την οικονομική πολιτική. Για παράδειγμα μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να καταγγέλλει τη λογική των ΣΔΙΤ, όμως αυτού του είδους οι συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα είναι στον πυρήνα της λογικής της ΕΕ και με μία έννοια αναγκαία συνθήκη των σχετικών προγραμμάτων.

Υπάρχει αριστερή αναπτυξιακή στρατηγική;

Το δεύτερο στοιχείο που για άλλη μια φορά αποτυπώνεται στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – και που είχε αποτυπωθεί και στη διάρκεια της διακυβέρνησης – είναι η δυστοκία στην πραγματική άρθρωση μιας διαφορετικής αναπτυξιακής στρατηγικής.

Προφανώς και υπάρχουν αρκετά ρητορικά σχήματα και ενδεικτικές φράσεις που παραπέμπουν προς τα εκεί, όπως είναι η έμφαση στην κοινωνική βιωσιμότητα, τη συνοχή, οικολογική διάσταση, την αποφυγή των αποκλεισμών, την ανθεκτικότητα (έννοια που ας σημειώσουμε ότι δεν προέρχεται από την αριστερά), όμως αυτά δεν συνιστούν στην πραγματικότητα στρατηγική. Ιδίως όταν κανείς παρατηρεί την προσεκτική απουσία εννοιών πιο κομβικών και πιο διαφιλονικούμενων: αναδιανομή, προτεραιότητα δημόσιου τομέα, σχεδιασμός.

Ή για να το πω διαφορετικά: η απλή επίκληση της πράσινης διάστασης, της βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων, και της έμφασης στις νέες τεχνολογίες, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί «στρατηγική». Ιδίως όταν τόσο η πράσινη μετάβαση όσο και ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελούν και κυβερνητική προτεραιότητα.

Ούτε σημαίνει πολλά μια έμφαση σε «παραγωγικές επενδύσεις σε γεωργία, βιομηχανία και τεχνολογία» όταν το ερώτημα είναι ποιες επενδύσεις, σε ποια κατεύθυνση, με ποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς και ποια  εκδοχή παραγωγικής εξειδίκευσης.

 

Τα όρια της δημιουργικής ασάφειας

Όλα αυτά αποτυπώνονται και στην ιδιότυπη δημιουργική ασάφεια γύρω από κρίσιμα ζητήματα.

Για παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να συνδυάσει τα αιτήματα για την πράσινη μετάβαση με την αποδοχή των διαμαρτυριών από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης για τον τρόπο χωροθέτησης των ΑΠΕ. Γι’ αυτό το λόγο και προτείνει αυτό που αποκαλεί ενεργειακή δημοκρατία, προκρίνοντας μια συνάρθρωση μεγάλων και μικρών ΑΠΕ, με τις δεύτερες να είναι πιο «συμμετοχικές» και δίνοντας έμφαση σε νέες τεχνολογίες (όχι μόνο ηλεκτροκίνηση αλλά και πράσινο υδρογόνο).

Μόνο που δεν εξηγεί πώς όλα αυτά θα μπορέσουν να καλύψουν τις μεγάλες ενεργειακές απαιτήσεις της απολιγνιτοποίησης αλλά και της συνολικής απαλλαγής από τα ορυκτά καύσιμα  ούτε τελικά με ποια διαδικασία θα φτιαχτούν και οι αναπόφευκτες μεγάλες μονάδες ΑΠΕ που θα απαιτηθούν. Γιατί καλώς ή κακώς το στοίχημα της πράσινης μετάβασης δεν παίζεται σε σχέδια επί χάρτου αλλά σε διαθέσιμα MW.

Αντίστοιχα, ενώ το κείμενο προτάσεων περιλαμβάνει μεγάλη έμφαση στην κυκλική οικονομία και την ανακύκλωση, πεδία στα οποία η χώρα μας έχει μείνει πολύ πίσω ομολογουμένως, εντούτοις και εδώ παραμένει ασαφές εάν μιλάμε κυρίως για δημόσιες υποδομές ή για συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα, είτε με τη μορφή ΣΔΙΤ, είτε με κάποια άλλη.

Η ίδια δημιουργική ασάφεια αποτυπώνεται και στη φορολογία. Και εδώ η γενική επίκληση της δικαιοσύνης στο φορολογικό σύστημα δεν εξειδικεύεται σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις, π.χ. σε μια κατεύθυνση αύξησης της φορολογίας των ανώτερων εισοδημάτων, σε μια λογική αναδιανομής.

Και βέβαια όλες οι αναφορές που γίνονται στις υποδομές, είτε τι ενεργειακές, είτε αυτές που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό διατυπώνονται με μια σχετική ασάφεια εάν κατατείνουν προς μορφές δημόσιας επένδυσης και δημόσιων υποδομών (και δημόσιων ή υπό δημόσιο έλεγχο επιχειρήσεων) ή για ενίσχυση ιδιωτικών επενδύσεων σε αυτούς τους τομείς.

 

Η επικέντρωση στους μικρομεσαίους

Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ σε διάφορες κατευθύνσεις επικεντρώνουν στους μικρομεσαίους και τους αυτοαπασχολούμενους. Αυτό άλλωστε είναι σαφές ότι αποτελεί μια προτεραιότητα για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Μόνο που και εδώ μπορεί κανείς να εγείρει μερικά ερωτήματα. Προφανώς και η έμφαση στις Μμε και τους αυτοαπασχολούμενους αναλογεί σε μια πραγματική κατάσταση και σε ανάγκες κοινωνικής συνοχής, όμως το σε ποιο βαθμό αυτό μπορεί να συνδυαστεί π.χ. με την αναγκαία στροφή σε παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας που εκ των πραγμάτων απαιτεί και ένα ορισμένο μέγεθος των παραγωγικών μονάδων.

Πώς μπορεί να μπει η εργασία στο προσκήνιο;

Ένα από τα σημεία που οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ διαφοροποιούνται περισσότερο από τις κυβερνητικές είναι εκεί όπου επιμένουν στην ανάγκη ενίσχυσης της θέσης των εργαζομένων, μέσα από μέτρα που αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις, την προστασία των εργαζομένων, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την δημιουργία θέσεων εργασίας.

Όμως και εδώ παρατηρεί κανείς ότι ακόμη και τα μέτρα αυτά δεν αντιπροτείνονται ως στρατηγική πλευρά ενός νέου αναπτυξιακού προτάγματος. Για παράδειγμα δεν υπάρχει μια ισχυρή υποστήριξη του γιατί η αύξηση του κατώτατου μισθού θα συμβάλει στην ανάπτυξη τόσο ως αύξηση της ενεργής ζήτησης όσο και ως μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή.

Ακόμη και στις προτάσεις για την ενίσχυση της απασχόλησης οι προτάσεις παραμένουν στο πλαίσιο της επιδότησης θέσεων εργασίας και όχι π.χ. των δημόσιων επενδύσεων για τη δημιουργία υποδομών ή μονάδων που θα δημιουργούσαν θέσεις εργασίας.

Δημόσιες ή ιδιωτικές υποδομές για τον ψηφιακό μετασχηματισμό;

Η γενική επίκληση του ψηφιακού μετασχηματισμού προφανώς και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί από μόνη της στρατηγική. Όταν για παράδειγμα, η κυβέρνηση προχωρά μια ορισμένη εκδοχή ψηφιακού μετασχηματισμού – π.χ. όλο το φάσμα των διεργασιών που γίνονται ψηφιακά – θα περίμενε κανείς από την αντιπολίτευση μια συνολικότερη αντιπρόταση σε ζητήματα που είναι ανοιχτά, όπως είναι εάν αυτό θα υποστηριχτεί κυρίως από ιδιωτικές υποδομές σε συνεργασία με τις μεγάλες διεθνείς επιχειρήσεις (λύση που προκρίνει η κυβέρνηση) ή μπορεί να υπάρξει μια άλλη κατεύθυνση με έμφαση στις δημόσιες υποδομές; Το δημόσιο Cloud και την τεχνολογική του υποδομή, ποιος θα το αναπτύξει και ποιος θα το υποστηρίζει; Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει και για όλες τις άλλες υποδομές που απαιτεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Για παράδειγμα τόσο για τα δίκτυα 5G όπως και για τις οπτικές ίνες είναι σαφές ότι αντιμετωπίζονται και από τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυρίως ιδιωτικές επενδύσεις, άρα χωρίς διαφοροποίηση από την κυβέρνηση. Ή για τα ερωτήματα που αναμένεται να προκύψουν γύρω από τα ζητήματα διαχείρισης των big data, της προστασίας δικαιωμάτων κ.λπ. Σε όλα αυτά οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι είναι θέματα κρίσιμα, μένουν σε ένα επίπεδο γενικολογίας.

Τα όρια του πολιτικού ρεαλισμού

Θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει ότι στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδεχτεί ότι εντάσσεται σε ένα πλαίσιο κεντροδεξιάς και κεντροαριστερής εναλλαγής δεν έχει ανάγκη από μεγάλες προγραμματικές τομές. Αρκεί να υπογραμμίζει κάποια αιτήματα που αφορούν κρίσιμες κοινωνικές κατηγορίες που αποτελούν τον κορμό της βάσης του, να κάνει κριτική στην κυβέρνηση και να δείχνει ότι είναι σε θέση να κυβερνήσει, έτσι ώστε να μπορεί να εκμεταλλευτεί την κυβερνητική φθορά.

Ωστόσο, την ίδια στιγμή το ίδιο το γεγονός ότι είμαστε σε μια περίοδο που σηματοδοτεί την είσοδο σε μια νέα φάση, με στοιχεία «αλλαγής παραδείγματος», παραπέμπει στη δυνατότητα πολιτικών προτάσεων που να υπερβαίνουν τα όρια του πολιτικού μάρκετινγκ. Μόνο που ο ΣΥΡΙΖΑ απέχει προς το παρόν από να μπορεί να κάνει αυτή την επιλογή.

Προηγούμενο άρθροΤουρκία: Αντιδράσεις για «Έλληνα πιλότο των Τουρκικών Αερογραμμών που φέρει τατουάζ της ΕΟΚΑ»
Επόμενο άρθροΓλυκά Νερά: «Ξεσκονίζουν» τον Γεωργιανό που συνελήφθη – «Μιλάει» το DNA που βρέθηκε στο σπίτι